κατερριζωμένης

κατερριζωμένης
κατά-ῥιζόω
cause to strike root
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρριζώ — καταρριζῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά 2. στερεώνω 3. παθ. καταρριζοῡμαι, όομαι α) αποκτώ ρίζες β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”